Δίδυμη πληγή | Εισαγωγή



Ήμασταν παιδιά. Παρόλα αυτά ταιριάξαμε αμέσως. Δύο χρόνια μεγαλύτερος μου εσύ, μόλις 17 χρονών. Και εγώ να σε ακολουθώ σε ότι έκανες. Σε κάθε ανοησία, θάρρος και αλήθεια μας…

Αναρωτιέμαι τι είχαμε στο μυαλό μας όταν έμεινα έγκυος και θέλαμε να παντρευτούμε.. Οι γονείς μου ήθελαν να ξεφορτωθούν το στίγμα. Ενώ εσύ ήθελες να μπεις στον κόσμο των ενήλικων και να μεγαλώσουμε μαζί τα δύο δίδυμα κορίτσια μας. Οι πριγκίπισσες σου, έτσι μας έλεγες. Ήμασταν τα κορίτσια σου. 

Μέχρι που γέννησα. Και όλα σκοτείνιασαν. Μέσα μου και έξω μου. Επιλόχειος κατάθλιψη το είπαν. Θα περάσει είπαν. Αλλά δεν σε προειδοποίησαν για το ώρες ώρες κενό μου βλέμμα. Τις ατελείωτες σιωπηλές ώρες που περνούσαμε. Τα μωρά να κλαίνε και το γάλα μου να μην φτάνει. Να κλαίω σπαρακτικά πάνω από τις κούνιες, ενώ η μητέρα σου μία άχρηστη να με φωνάζει, μία αχάριστη. 

Το δικό σου βλέμμα με κάρφωνε με μίσος και οργή. Το θλιμμένο δικό μου, δεν έφτανε σε σένα. Το μπλόκαρες με τις φωνές σου. Τα αγγελούδια μας δεν έφταιγαν. Δύο μωράκια, τα δικά μου μωράκια. Αυτά που μου χάρισες με την αγάπη σου. Μιαν αγάπη που δεν έφτανε. Όπως ούτε και το γάλα μου. 

Ήταν μια απόφαση στιγμής και ζωής παράλληλα. Εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1989 που άρπαξα την μια κόρη μας και έφυγα. Δεν κοίταξα πίσω. Ποτέ δεν κοίταξα πίσω. Μέχρι σήμερα. Τα έφερε η μοίρα να βρεθούμε πάλι, έτσι δεν είναι, αγαπημένε μου Νεκτάριε;




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα μπαλόνια των συναισθημάτων

'Ονειρο μιας Αυγουστιάτικης Καντίνας